καταδειμαίνω

καταδειμαίνω
καταδειμαίνω (AM)
μσν.
κατατρομάζω κάποιον, κάνω κάποιον να φοβηθεί πολύ
αρχ.
φοβάμαι υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δειμαίνω «φοβάμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”